Πρόχορος

Πρόχορος
Πρόχορος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πρόχορος — Ένας από τους 7 πρώτους διακόνους, οι οποίοι εξελέγησαν από τους αποστόλους. Σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ήταν συνεργάτης του Ευαγγελιστή Ιωάννη και χρημάτισε επίσκοπος της Νικομήδειας της Βιθυνίας. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται …   Dictionary of Greek

  • Προχόρῳ — Πρόχορος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρόχορον — Πρόχορος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • прошка — I прошка I нюхательный табак , шенкурск. (Подв.), вятск., сиб. (Даль). Возм., из *прочьха от чихать. См. об этих словах Бернекер 1, 165, а также на чох, чхать, чихать. II прошка II membrum virile , колымск. (Богораз). Из *прочька от прочкнуть… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Κυδώνης — Επώνυμο οικογένειας λογίων και πολιτικών της υστεροβυζαντινής περιόδου. 1. Δημήτριος (Θεσσαλονίκη 1324; – Βενετία ή Κρήτη 1397/8). Πολιτικός, θεολόγος και συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, έλαβε επιμελημένη μόρφωση και έδειξε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”